- Γλασκόβη
- ηπόλη της Σκοτίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Γλασκόβη — (Glasgow).Πόλη (578.710 κάτ. το 2001) της Σκοτίας. Είναι χτισμένη εκατέρωθεν του ποταμού Κλάιντ, 35 χλμ. από τις εκβολές του. Η πόλη αποτελεί το κέντρο της διοικητικής περιφέρειας Γκλάσκοου Σίτι (Glasgow City). Μαζί με τα βιομηχανικά της προάστια … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Μάκιντος, Τσαρλς Ρένι — (Charles Rennie Mackintosh, Γλασκόβη 1868 – Λονδίνο 1928). Βρετανός αρχιτέκτονας και μορφολόγος σχεδιαστής. Θεωρείται από τους πρωτοπόρους της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Από το 1885 έως το 1889 σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Γλασκόβης και σε… … Dictionary of Greek
Σκοτιά — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… … Dictionary of Greek
ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… … Dictionary of Greek
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek
σκοτία — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… … Dictionary of Greek
Άνταμς, Τζορτζ Πλίμπτον — (George P. Adams, Νόρθμπορο, Μασαχουσέτη, 1882 – Γλασκόβη 1961). Αμερικανός ιδεαλιστής φιλόσοφος, καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια. Κύριο σύγγραμμά του είναι Ο ιδεαλισμός και η σύγχρονη εποχή (1918) … Dictionary of Greek
Άντριους, Τόμας — (Thomas Andrews, Μπέλφαστ 1813 – 1885). Ιρλανδός χημικός και φυσικός. Μετά τις γυμνασιακές σπουδές στη γενέτειρά του, πήγε το 1828 στη Γλασκόβη για να σπουδάσει χημεία κοντά στον Σκοτσέζο Τόμας Τόμσον, έναν από τους ανακαινιστές της διδασκαλίας… … Dictionary of Greek
Γκράχαμ, Τόμας — (Thomas Graham, Γλασκόβη 1805 – Λονδίνο 1869). Βρετανός χημικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της γενέτειράς του από το 1837 έως το 1855 και διετέλεσε καθηγητής της χημείας στο πανεπιστημιακό κολέγιο του Λονδίνου. Το 1836 ανακηρύχθηκε μέλος της… … Dictionary of Greek